Τετάρτη 21 Αυγούστου 2013

Άγιον Όρος: μνήμες πολλά χρόνια μετά

1973 Φλεβάρης, η τρέλα πάει στον Άθω

Μνήμες που ζωντανεύουν κοιτάζοντας τις παλιές φωτογραφίες

 από το Άγιο Όρος του 1973. Σαράντα χρόνια μετά.

Πρώτη εντύπωση.

Ήταν θυμάμαι, το 1969, όταν πήγα για φωτογράφηση πρώτη φορά στο Άγιον Όρος.

Πήγαμε μόνο στις  μονές: Αγ Διονυσίου, Κουτλουμουσίου και στη μονή Δοχειαρίου.

Στις άλλες μονές δεν ήταν τρόπος να πάμε, και το φορτίο που έπρεπε να μετακινήσουμε ήταν τεράστιο.

Θυμάμαι πως για το φωτισμό είχαμε λάμπες λουξ που έκαιγαν φωτιστικό πετρέλαιο.

Ηλεκτρικό ρεύμα δεν υπήρχε, έπρεπε όλα να κουβαληθούν με το καΐκι και με τα χέρια.

Ήταν καλοκαίρι, Ιούνιος προς Ιούλιο με πολύ ζέστη.

Ήταν δύσκολη εργασία, τρομερό το κουβάλημα, φοβεροί οι περιορισμοί για στατικές φωτογραφίες.

Μόνο οι τοιχογραφίες ήταν το θέμα μας και φωτογραφίζαμε σε πλάκες 10Χ12,5 εκατοστά, με ανάλογη μηχανή.

Για μένα, το θέμα ήταν έξω.

Το εξωτερικό περιβάλλον ήταν έντονα φωτογραφικό, αυθεντικό, παρατημένο όμως στο πέρασμα του χρόνου.

Αυτά τα χαλάσματα, δεν ήταν στη λίστα μας με τα θέματα που έπρεπε να φωτογραφηθούν. Όμως αυτά ήταν που μου άρεσαν.

Στα μικρά διαλύματα από την εργασία, λίγα πράγματα μπόρεσα να δω, αλλά ήταν υπέρ-αρκετά για να ανάψει η σπίθα.

Ζήτημα αν είχα εκθέσει τότε συνολικά δυο AM φιλμ 35 χιλιοστών.

Το όραμα

Αυτά τα λίγα που είδα τότε, ήταν μια πρόγευση.

Με έκαναν να βάλω ένα στόχο. Να πάω στο Όρος και να φωτογραφίσω.

Ένα χρόνο μετά, παρουσιάστηκα στην Ε.Α. για να υπηρετήσω. Ήταν  Οκτώβριος του 1970.

Ήταν 20 Φεβρουαρίου 1973 όταν απολύθηκα.

Ήμουν έτοιμος.

Είχα βρει και ένα φίλο, παρέα για το ταξίδι.

Μα θα πήγαινα και μόνος αν χρειαζόταν.

Το είχα πάρει απόφαση.

Αναγκαστικά μείναμε σε επιφυλακή 2-3 ημέρες στην Αθήνα γιατί «επάνω» χιόνιζε για τα καλά.

Η συγκοινωνία είχε διακοπεί προσωρινά μέχρι την Αρναία, άρα δεν πηγαίναμε στην Ουρανούπολη για να πάρουμε από εκεί το πλεούμενο που θα μας πήγαινε στο Όρος.

Αλλά και στο Όρος, τα καΐκια είχανε δέσει γιατί είχε χιόνια και θαλασσοταραχή.

Προετοιμασίες

Είχα βρει φιλμ, ρούχα, αδιάβροχο, μπότες, ένα καλό σακίδιο, αρκετές κονσέρβες (χρειάστηκαν όλες), μια καλή δερμάτινη φωτογραφική τσάντα με χωρίσματα, παγούρι για νερό (το λιγότερο για μια ημέρα), ένα κουτί σοκολάτες, κονιάκ, σουγιά, βασικά φάρμακα, αλλαξιές, και μερικά άλλα που δεν θυμάμαι.

Από τη πρώτη επίσκεψη, ήξερα πολύ καλά πως το βάρος δεν πρέπει να είναι μεγάλο.

Όλα αυτά, θα έπρεπε να τα μεταφέρουμε περπατώντας πολλές ώρες στα μονοπάτια καθώς δεν υπήρχαν το 1969 δρόμοι για αυτοκίνητα.

Και γιατί να υπάρχουν δρόμοι τώρα το 1973;

Αλλά κι αν υπήρχαν δρόμοι και διαθέσιμα οχήματα, εμείς δεν είχαμε χρήματα για να τα νοικιάσουμε.

Έτσι όλες οι μετακινήσεις θα γινόντουσαν μόνο με το πλεούμενο για τις μονές που ήταν κοντά στη θάλασσα.

Φυσικά, μόνο με την ανοχή της και με την άδειά της, όταν δηλαδή η  θάλασσα ήταν σχετικά ήρεμη.

Η  άλλη επιλογή ήταν τα ποδαράκια μας.

Περπάτημα σημαίνει, χάσιμο χρόνου και ημερών για βάδισμα, αλλά ταυτόχρονα ποιο καλή επαφή και κατανόηση του Αγίου Όρους.

Οι βασικές διαφορές από το 1969 ήταν πως:

1) Τη πρώτη φορά, ήταν καλοκαίρι κι ο καιρός ζεστός.

2) Τα χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι το 1973, ανοίχτηκαν κάποια μονοπάτια και έγιναν «δρόμοι», από ότι διαπιστώσαμε στις πορείες μας.

3) Τώρα είχαμε χειμώνα.

Και επομένως: «Μόνο τρελοί και πειρασμοί πήγαιναν στο Όρος». Έτσι μας είπανε.

Φωτογραφικά

Είχα αρκετά φιλμ και οι μηχανές μου ήταν χειροκίνητες.

Ο εξοπλισμός  ήταν: μια Minolta SR 1s, χειροκίνητη, εντελώς απλή ρεφλέξ 35 χιλιοστών, δίχως φωτόμετρο. Είχα  και τρεις βασικούς φακούς Rokkor 55 χιλιοστών f:1,4 , ένα 35 χιλιοστών f:3,5, και ένα 135 f:3,5.

Είχα ένα φωτόμετρο χειρός, και μια  6Χ6  Minolta.

Κατάφερα να συγκεντρώσω περίπου 50 κασέτες φιλμ 35 χιλ ΑΜ (από αναγόμωση), και 15 φιλμ 6Χ6 έγχρωμα θετικά ( slides).

Χρήματα

Όταν φύγαμε από την Αθήνα, είναι ζήτημα αν και οι δυο μαζί είχαμε 1000 δραχμές! Ωστόσο έφτασαν και περίσσεψαν για οδοιπορικά και άλλα έξοδα.

Το ποσό συγκεντρώθηκε με «έκτακτες εισφορές» από συγγενείς, φίλους, τις γιαγιάδες, κλπ «σπόνσορες».

Διαδρομές

Το δρομολόγιο από όσα θυμάμαι σήμερα, Γενάρη του 2013, ήταν το ακόλουθο.

1η ημέρα

Αθήνα, φύγαμε με το τρένο βράδυ στις 24 Φεβρουαρίου 1973 – φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη ξημερώματα της επόμενης.

Ύπνος στο τρένο, 1η νύχτα

2η  ημέρα

Στη Θεσσαλονίκη φτάσαμε πολύ πρωί.

Με άνεση χρόνου πήγαμε στα υπεραστικά, βγάλαμε εισιτήρια και το ίδιο πρωί στις 8 ή 9 φύγαμε για την Ουρανούπολη.

Εκεί φτάσαμε μεσημέρι, στη μία και κάτι.

Προλάβαμε να φάμε κάτι στο πόδι, πήραμε και έναν οδηγό με τα μονοπάτια και τις μονές που μας χρειάστηκε πολλές φορές.

Το λάθος μας, ήταν πως δεν φροντίσαμε να έχουμε και μια πυξίδα.

Φύγαμε από την Ουρανούπολη με το καΐκι στις  2 ή στις 3.

Στο μικρό ταξίδι με το καΐκι προσπεράσαμε μερικές όμορφες μονές κτισμένες κοντά στην ακροθαλασσιά.

Συνεχώς ρωτούσαμε να μάθουμε που είμαστε, τι είναι αυτό που βλέπουμε.

Προσεγγίσαμε στο λιμανάκι της  Δάφνης αργά το απόγευμα.

Κάναμε μια μικρή βόλτα όσο βλέπαμε ακόμη για να καταλάβουμε πως είναι ο χώρος.

Μόλις χάθηκε ο ήλιος το κρύο έτριξε τα δόντια του.

Φαγητό και ύπνο βρήκαμε στο ζεστό και γραφικό πανδοχείο.

Ύπνος στη Δάφνη λοιπόν, 2η νύχτα.

3η ημέρα

Επίσημη άφιξη στο Άγιον Όρος

Δάφνη, επόμενο πρωί.

Βγάλαμε λίγες φωτογραφίες, όμορφα ήταν στη Δάφνη.

Φτάσαμε έτσι στις Καρυές μεσημέρι.

Είχε 20 με 30 πόντους χιόνι, λάσπη, κρύο. Όλα ήταν παγωμένα.

Φορτωμένοι όπως είμαστε, πήγαμε να πάρουμε το Διαμονητήριο.

Η άδεια αυτή δεν θυμάμαι αν τότε κόστιζε 20 δραχμές, ή 50. Πάντως δεν ήταν πολλά χρήματα.

Συνέντευξη… τύπου

Μας ρώτησαν γιατί πήγαμε εκεί, και μάλιστα χειμώνα.

Τα είπαμε όλα μέσα σε λίγη ώρα.  Μάλλον εντυπωσιάστηκαν, πήραμε το χαρτί.

Στις Καρυές φάγαμε ότι υπήρχε διαθέσιμο στο μικρό ταβερνείο και στυλώσαμε.

Η απόσταση Καρυές-Κουτλουμούσι είναι αστεία, πολύ μικρή.

Ωστόσο φτάσαμε αργά το απόγευμα στο Κουτλουμούσι με όλα μας τα πράγματα.

Ο βασικός λόγος όμως είναι πως βαδίζαμε με μεγάλη δυσκολία στο παχύ χιόνι.

Πίσω στο χρόνο

Ήμαστε εντυπωσιασμένοι από το αυθεντικό περιβάλλον, το ξεχασμένο από το χρόνο αλλά όχι και από τη φθορά του.

Τα θλιβερά ερείπια εξουδετέρωναν την απόλαυση από τη θαυμάσια Αγιορείτικη αρχιτεκτονική.

Το χιόνι είχε ρίξει ένα μανδύα που κάλυπτε την ακαταστασία.

Τα ρούχα μας ήταν σωστά, δεν κρυώναμε.

Το φαγητό που είχε διαθέσιμο ο αρχοντάρης ήταν μόνο τέσσερα τηγανιτές γόπες, λίγα χόρτα, λίγο κρασί, λίγο ψωμί, ελιές.

Έπρεπε να χορτάσουμε και οι τρεις με ότι υπήρχε.

Αναρωτηθήκαμε πάλι μήπως δεν έπρεπε να έρθουμε αυτή την εποχή.

Αλλά και πότε να ερχόμαστε;

Μάθαμε τότε πάρα πολλά χρήσιμα και ευχάριστα για τις σχέσεις Ελληνικού κράτους – Αγ. Όρους.

Και φυσικά, ντραπήκαμε.

Το ψυγείο.

Το βράδυ, «κοιμηθήκαμε» στη μονή Κουτλουμουσίου.

Κοιμηθήκαμε ντυμένοι, με τα αμπέχονα. Λίγο έλειψε να ξυλιάσουμε όμως.

Απίστευτο κρύο!

Ύπνος λοιπόν στο Κουτλουμούσι, 3η νύκτα

4η ημέρα

Το επόμενο πρωί, στρώσαμε τα κρεβάτια, πήγαμε και βρήκαμε τον αρχοντάρη.

Είχε έτοιμο τσάι, ψωμί, ελιές. Πιάσαμε κουβέντα και με το γέροντα ηγούμενο.

Πέρασε αρκετή ώρα με τη προκαταρκτική ενημέρωση.

Μετά βγάλαμε  φωτογραφίες στην παγωμένη αυλή, μέσα και γύρω από το μοναστήρι.

Ο πάγος δεν άφηνε να βουλιάξει το πόδι, αλλά γλιστρούσε φοβερά.

Κρύσταλλα πάγου κρεμόντουσαν εδώ και εκεί από τις οροφές.

Μας άνοιξαν και φωτογραφίσαμε μέσα στο παγωμένο Πρωτάτο με το ελάχιστο φως που υπήρχε.

Μέχρι αργά το μεσημέρι βαδίζαμε με μεγάλη δυσκολία στη λάσπη και το χιόνι.

Είχαμε κάνει κάποια χιλιόμετρα βγάζοντας φωτογραφίες δίχως να το καταλάβουμε.

Επιστρέψαμε λίγο πριν κλείσει η πόρτα στο Κουτλουμούσι.

Ευτυχώς δεν έβρεξε, ή έβρεξε ελάχιστα και για πολύ λίγο όσες ημέρες μείναμε στο  Άγιον Όρος.

Η ευχή «πρώτα ο θεός» έπιασε.  Ο καιρός, αν και χειμώνας,  ήταν μαζί μας.

Πρώτες εντυπώσεις; Μαγεία! Κρύο, απίστευτη ομορφιά!

Αυθεντικότητα, αλλά και εγκατάλειψη.

Κάτι σαν όνειρο.

Ύπνος στο Κουτλουμούσι 4η νύκτα

Ο καιρός είχε γυρίσει τώρα σε νοτιά και τα χιόνια λιώνανε γρήγορα.

Ρυάκια είχανε σχηματιστεί παντού.

Ο ηγούμενος μας είπε πως μπορούμε να μείνουμε άλλη μια ημέρα (εννοούσε να κοιμηθούμε το βράδυ).

Το φαγητό ήταν μεγάλο και φανερό πρόβλημα.

Τα βολέψαμε με ότι είχαμε. Δηλαδή κονσέρβες, ελιές, ψωμί, λίγο κρασί.

Δεν θέλαμε πολλά για την ευτυχία.

Περάσαμε καλά με τη κουβέντα, πέρασε κι η ώρα.

Νυχτώνει ακόμη γρήγορα το Φλεβάρη και οι ώρες μόνο με τη λάμπα πετρελαίου είναι πολλές.

Η νύχτα διαρκεί πολύ ακόμη την εποχή αυτή, στο φως της λάμπας πετρελαίου δεν μπορούσαμε να διαβάσουμε.

Ραδιόφωνο, δεν είχαμε.

5η ημέρα

Αρχίζουν οι «μεγάλες πορείες».

Το πρόγραμμα ήταν να φεύγουμε πολύ πρωί, μόλις άνοιγε η βαριά πόρτα.

«Καύσιμα»: μισή φρατζόλα ψωμί, από μια σοκολάτα και νερό, από μια κονσέρβα αλεσμένο χοιρινό, για το δρόμο και για όλη την ημέρα, αν χρειαστεί.

Περπατήσαμε φωτογραφίζοντας, γλιστρήσαμε και πέσαμε μερικές φορές στη λάσπη, αλλά ο καιρός γενικά βοηθούσε, αν και Φλεβάρης.

Αλλάξαμε και μήνα, είχαμε 1η Μαρτίου!

Φύγαμε από το Κουτλουμούσι με κέφι, περπατήσαμε μέχρι την Ιβήρων, φτάσαμε κάτω στους ταρσανάδες δίπλα στη θάλασσα με τα τρομερά κύματα, πήγαμε λίγο πίσω στη Σταυρονικήτα.

Από μακριά φάνηκε κι άλλη μια μονή προς το βορά.

Ήταν μάλλον η Παντοκράτορος.

Εκπληκτική διαδρομή! Απίστευτη θέα.

Το πρόβλημά μας ήταν πως έπρεπε να σταματάμε να τραβάμε φωτογραφίες, να αλλάζουμε φακούς και φιλμ.

Χάναμε χρόνο έτσι και δεν ξέραμε τι να κάνουμε πρώτα.

Ήταν φανερό πως δεν θα βλέπαμε όλες τις μονές, δεν αρκούσαν οι ώρες και οι ημέρες να το πάμε με τα πόδια.

Με λόγια, όσα δεν δείχνουν οι φωτογραφίες.

Στο βάθος προς το νοτιά  ήταν ο χιονισμένος Άθως.

Πρόβαλλε μερικές φορές μοναχικός για λίγο μέσα από τα σύννεφα.

Προς την ανατολή, η άγρια θάλασσα έβραζε και ξεσπούσε με δύναμη στα βράχια και τα ρημαγμένα και εγκαταλειμμένα κτίσματα.

Από πάνω μας, μπρος, πίσω και γύρω, είχε σύννεφα.

Άγρια χειμωνιάτικη ατμόσφαιρα, άγριο τοπίο, ιδανική επαφή με τη φύση.

Βλέπαμε το χάος της εγκατάλειψης από την ανθρώπινη παρουσία.

Βλέπαμε την σχεδόν πλήρη απουσία του είδους μας.

Δεν είδαμε ούτε ένα καλόγερο, ή ίσως ένα μόνο, και μακριά.

Παρατηρήσαμε  πολλά κομμένα και στοιβαγμένα ξύλα.

Ήταν αυτά τα ξύλα τα σημάδια πως οι άνθρωποι κάπου εκεί γύρω θα πρέπει να ήτανε;

Ίσως  να ερχόντουσαν μόνο για τις εργασίες τους, σκεφτήκαμε.

Περνούσε η ώρα, πήραμε την επιστροφή για το  Κουτλουμούσι όπου φτάσαμε το απόγευμα μετά από σύντομη στάση για φαγητό στις Καρυές.

Σημείωση.

Όταν πήγα για πρώτη φορά στη μονή Κουτλουμουσίου το 1969, θυμάμαι ότι υπήρχε έντονη ζωή. Λειτουργούσε φούρνος τότε, υπήρχε και ένας γίγαντας-καλόγερος φούρναρης με το βοηθό του. Το 1973  τίποτα! Τρεις κι ο κούκος! Ύπνος στο Κουτλουμούσι 5η νύκτα δίχως απρόοπτα.

 6η ημέρα

Το επόμενο πρωί, αποχαιρετίσαμε τον αρχοντάρη και τον ηγούμενο.

Μάθαμε ήδη αρκετά.

Πήραμε τα μπογαλάκια μας , πήγαμε  πίσω στις Καρυές.

Με το πρώτο “λεωφορείο” κατεβήκαμε πίσω στη Δάφνη.

Μείναμε εκεί λίγη ώρα, μέχρι να έρθει το καΐκι για να μας πάει στο ποιο απομακρυσμένο μοναστήρι, προς νότο.

Ο καιρός ήταν απαγορευτικός για να πάμε ποιο κάτω από τη μονή Αγ. Διονυσίου.

Προς το νοτιά δηλαδή και το κάβο του Άθω.

Στην Αγ. Διονυσίου φτάσαμε αργά το μεσημέρι τελικά.

Εδώ φάγαμε καλά το απόγευμα, βγάλαμε πολλές φωτογραφίες, κάναμε πολύ κουβέντα.

Μας έδειξε ο αρχοντάρης – μοναχός πολλά όμορφα πράγματα.

Μας άφησε να μείνουμε εκεί 2 βράδια.

Χορτάσαμε φωτογραφίες.

Υπήρχαν και θαυμάσιες εγκαταλειμμένες σκήτες, που αν θέλαμε μπορούσαμε να μείνουμε για καιρό.

Αλλά με τι τρόφιμα και χρήματα για τα αναγκαία;

Αρχοντικός ύπνος στη Μονή Διονυσίου 6η νύχτα

7η ημέρα

Πήραμε αρκετές φωτογραφίες γύρω από τη μονή Διονυσίου και μέσα.

Βρήκα και το κελί που είχα μείνει τη πρώτη φορά όταν είχα πάει το 1969.

Τράβηξα την ίδια φωτογραφία, από την ίδια γωνία, από το ίδιο μπαλκόνι.

Αλλά η φωτογραφία αυτή τη φορά δεν είχε καμιά σχέση με τη παλιά.

Ο ήλιος ήταν σε εντελώς άλλη θέση σε σχέση με το βουνό απέναντι.

Καταλάβαμε πως οι καλόγεροι της φιλολογίας δεν είχανε καμιά σχέση με τους σημερινούς του 1973 (τότε) και του Άθω, μιας παρατημένης αυτόνομης πολιτείας δίχως ηλεκτρικό ρεύμα και βασικά είδη.

Πόσο μάλλον με του 2012,  που έχουν internet  και ηλεκτρισμό, σκέφτομαι τώρα.

Μάθαμε περισσότερα πράγματα για την Ιερή πολιτεία.

Μάθαμε και για τα κόλπα του καιρού.

Μας έδωσαν για την επόμενη μια φρατζόλα ψωμί για τους δυο, λίγο τυρί.


Δυο λόγια σχετικά με τα τρόφιμα.

Το 1973, τα έσοδα των μονών ήταν από τη ξυλεία, τις ελιές, τα αμπέλια, τα ενοίκια των ακινήτων που είχανε στη κατοχή τους.

Μερικές μονές με νέους μοναχούς είχαν και μποστάνια. Γενικά όμως τα τρόφιμα ήταν λιγοστά.

Βασική πυγή εσόδων όμως ήταν ο ανταποδοτικός φόρος που έπαιρναν από το Ελληνικό κράτος για τις περιοχές εκείνες που είχε παραχωρήσει το πατριαρχείο στους πρόσφυγες. Η χερσόνησος του Άθω ανήκε στο πατριαρχείο, ακόμη. Ύπνος στη μονή Διονυσίου 2η φορά.

Και πάλι άρχοντες και χορτάτοι κι ήταν η 7η νύχτα.

8η ημέρα

Διονυσίου – Γρηγορίου – Σίμωνος Πέτρα.

Πολύ δύσκολη αλλά πανέμορφη διαδρομή με πολλές εναλλαγές.

Η μεγάλη δυσκολία ήταν πως ήμασταν φορτωμένοι με όλα τα πράγματα και πως έπρεπε προς στο τέλος της πορείας να σκαρφαλώσουμε από το επίπεδο της θάλασσας, μέχρι την είσοδο της Σιμονόπετρας!

Τριακόσια απότομα μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας.

Μας κόπηκε η αναπνοή πολλές φορές.

Όσο για το μονοπάτι; Ποιο μονοπάτι;

Υπήρχαν κάτι σκαλιά σχηματισμένα από τη φύση επάνω στο βουνό σκεπασμένα με σκίνα.

Μερικά σκαλιά είχαν διαφορά ύψους πάνω από μισό μέτρο!

Το φορτίο μας είχε γίνει ασήκωτο!

Η θέα από κάτω προς τα απάνω και το ανάποδο, σου έκοβε την ανάσα.

Απίθανο κατασκεύασμα η Σιμονόπετρα! Υπέροχη θέα, σε τρομερή θέση η μονή και 8η νύχτα

9η ημέρα

Σιμονόπετρα προς: Δάφνη – Αγ. Παντελεήμονα με το καΐκι, και μετά, στη μονή Ξενοφώντος, πάλι με το καΐκι!

Το πρωί στις 7:30 στο μπαλκόνι της Σιμονόπετρας ακούγαμε, μα δε βλέπαμε τη θάλασσα.

Είμαστε πάνω από το σύννεφο και τη πρωινή υγρασία.

Μετά από ένα τσάι και λίγο ψωμί, φύγαμε.

Πήραμε τον αμαξιτό δρόμο προς τη Δάφνη.

Ήταν ποιο μακρύς αλλά  εύκολος δρόμος, για τζιπ. Τον είχαν ανοίξει πρόσφατα.

Ήταν βατός κατήφορος σε σύγκριση με το παραλιακό μονοπάτι που συνεχώς μια ανέβαινε, μια κατέβαινε.

Εύκολα, αν και με πλήρες φορτίο, φτάσαμε νωρίς στη Δάφνη, πριν το μεσημέρι.

Μείναμε λίγο για φαγητό αφού υπήρχε χρόνος και με το πρώτο καΐκι πήγαμε στο Ρωσικό μοναστήρι.

Είναι αυτό του Αγίου Παντελεήμονος.

Μας είχανε πει πως εκεί δεν μπορούμε να μείνουμε, με τίποτα.

Έτσι φωτογραφίσαμε επί τροχάδην, έχοντας αφήσει τα μισά μας πράγματα στην έρημη είσοδο.

Ποιος να τα πειράξει;

Κάπου, πήρε κάποια στιγμή το μάτι μας τη φιγούρα ενός γέροντα, κι αυτό ήταν όλο.

Πριν περάσει επικίνδυνα η ώρα για να μείνουμε απέξω από το επόμενο μοναστήρι, βγήκαμε πάλι στο μόλο.

Γέλια, πολλά γέλια, τρελά γέλια!

Με το πρώτο καΐκι πήγαμε στην επόμενη μονή. Νομίζαμε πως ήταν πολύ μακριά.

Εδώ, επάνω στο πλεούμενο, μας ρώτησαν από πού ερχόμαστε, και που πάμε, από φιλική περιέργεια.

Τους είπαμε στα γρήγορα:

- Περπατήσαμε εκεί και εκεί, ερχόμαστε από εκεί, και τώρα πάμε στη μονή Ξενοφώντος.

Έβαλαν όλοι τα γέλια.

Αλλά που ήταν το αστείο;

Φοβηθήκαμε πως κάτι κάναμε λάθος.

Το αστείο ήταν πως:  γελώντας, μας απάντησαν όλοι μαζί

-Φτάσατε παιδιά!

Και πραγματικά αμέσως μετά το πρώτο μικρό κάβο, φάνηκε η μονή Ξενοφώντος.

Η πορεία, ήταν ούτε 15 λεπτά από το μονοπάτι, ούτε 5 λεπτά με το σκάφος.

Ποιο πολύ πήρε να πλευρίσει, παρά το «ταξίδι».

Δεν είχαμε σκεφτεί να  συμβουλευτούμε πριν μπούμε στο καΐκι το χάρτη μας.

Φάγαμε εκεί όλοι μαζί το απόγευμα στη κοινόβια τραπεζαρία της μονής.

Πρώτη φορά εδώ καταλάβαμε πως ο μοναχισμός είναι κάτι πάρα πολύ σοβαρό.

Στις άλλες μονές, ο καθένας καλόγερος έκανε τη ζωή του, στο κελί του, δεν έτρωγαν όλοι μαζί.

Εδώ λειτουργούσαν ως οργανωμένη πραγματική κοινότητα.

Κάτι σαν στρατιωτική μονάδα ταγμένη να «υπηρετεί» το θεό και να προσεύχεται.

Μετά το φαγητό πήγαμε στο αρχονταρίκι.

-Καλό σας ταξίδι, να πάτε στο καλό. Μας ευχήθηκαν  για την επόμενη.

Δηλαδή, δεν μπορείτε να μείνετε και αύριο.

Ξέραμε από στρατό, αλλά αυτό που βρήκαμε εδώ ήταν διαφορετικό, ποιο αυστηρό.

Ύπνος στη Ξενοφώντος ένα μόνο βράδυ 9η νύχτα.


10η ημέρα

Μετά από ένα απλό τσάι με ψωμί στην κοινή τραπεζαρία, για να μη χάσουμε χρόνο πήραμε τα πράγματά μας και φύγαμε.

Τις φωτογραφίες τις βγάλαμε βαδίζοντας με συχνές στάσεις.

Ήταν όμως δυσκολία στο να σταματάμε, να ακουμπάμε τα μισά πράγματα κάτω για να φωτογραφίσουμε.

Δεν ήταν μεγάλη απόσταση, όμως καθυστερήσαμε.

Φτάσαμε κουρασμένοι αλλά με άνεση χρόνου στη μονή Δοχειαρίου.

Αργούσε πολύ να δύσει ο ήλιος για να κλείσουν τη πόρτα.

Ιδιόρρυθμο το μοναστήρι, καλός ο αρχοντάρης, πολύ φιλικός.

Του είπαμε τι είχαμε κάνει μέχρι τότε. Πέρασε η υπόλοιπη ημέρα δίχως να το καταλάβουμε.

Όταν βγήκαμε από τη τραπεζαρία πήγαμε στο αρχονταρίκι.

Μας περίμενε ο ηγούμενος και ένας ιερομόναχος με κόκκινα γένια και έξυπνα μάτια που κάτι μου θύμιζε.

Απίστευτο, αλλά έφερνε εικόνες και τις φωτογραφίζαμε στην Αθήνα!

Με θυμόταν λοιπόν από εκεί.

Με θυμόταν όμως και από τη πρώτη επίσκεψη το 1969 όταν μας είχε βοηθήσει και πάλι.

Αυτός μας βοήθησε να μείνουμε εκεί περισσότερες ημέρες, να αφήσουμε τα μισά πράγματα και να περάσουμε κάθετα σχεδόν τον Άθω για να πάμε στο Βατοπέδι.

Στη μονή ο ύπνος ήταν απόλαυση.

Δοχειαρίου, ύπνος 10η νύχτα

11η ημέρα.

Ήταν η ποιο μεγάλη, και δύσκολη ημέρα.

Ποιο σωστά ήταν η «μεγάλη πορεία» από τη μονή Δοχειαρίου  προς το Βατοπέδι.

Περιληπτικά, φύγαμε πριν από τις 8πμ – καταφέραμε και βρήκαμε στο δαίδαλο των μονοπατιών  τις μονές: Κωνσταμονίτου,  και Ζωγράφου. Ωστόσο, είχαμε πάρει λάθος δρόμο!

Δεν χασομερήσαμε με πολλές φωτογραφίες όσο δεν βλέπαμε  θάλασσα, ή κάποιο ποτάμι. Σημάδια δηλαδή πως δεν θα αργούσαμε.

Φτάσαμε στο Βατοπέδι εντελώς αποκαμωμένοι λίγο πριν κλείσουν τη πόρτα.

Είχανε φάει όμως και εμείς είμαστε πεινασμένοι και ξεθεωμένοι.

Περπατήσαμε δέκα ώρες! Περάσαμε όμως κάθετα τον Άθω στο ποιο δύσκολο σημείο.

Ύπνος στο Βατοπέδι, 11η νύχτα, φτάσαμε 6 μμ ή 6:30 κοιμηθήκαμε από τις 8 ως το πρωί σαν ξεροί.

12η ημέρα

Το πρωί βγάλαμε φωτογραφίες στο Βατοπέδι, μας έδειξαν πολλά όμορφα πράγματα.

Ήταν πολύ όμορφη μονή, πλούσια, καλά διατηρημένη.

Ξεκουραστήκαμε, φωτογραφήσαμε χαλαρά.

Το απόγευμα πιάσαμε κουβέντα με  αρκετούς μοναχούς που ήρθανε να μάθουν πως και από πού ήρθαμε.

Μας άφησαν να μείνουμε ακόμη ένα βράδυ.

Ύπνος Βατοπέδι 12η νύχτα

13η ημέρα

Φύγαμε το άλλο πρωί, μετά τις 10 από τη μονή.

Αποχαιρετήσαμε τους μοναχούς και βάλαμε πορεία για τη μονή Εσφιγμένου.

Η πορεία αποδείχτηκε ποιο δύσκολη από ότι προβλέπαμε, αλλά είχε και πολλές φωτογραφίες.

Στο δρόμο, φάγαμε το λίγο ψωμί που μας έδωσαν να πάρουμε δύναμη.

Ο καιρός όσο πήγαινε και αγρίευε.

Σε μια τελευταία στροφή βρήκαμε ένα ποτάμι αριστερά.

Σε λίγο, δεξιά μας είχαμε και ένα ρυάκι. Αριστερά το ποτάμι δυνάμωνε.

Σημάδι πως αργά, ή γρήγορα θα βρίσκαμε τη θάλασσα και τη μονή Εσφιγμένου.

Στη τελική στροφή φάνηκε δεξιά η μονή.

Αριστερά υπήρχε ένα  φυλάκιο και ένα τζιπ της χωροφυλακής.

Εδώ λοιπόν είχε και τυπικό έλεγχο από τη χωροφυλακή.

Τι ήρθαμε να κάνουμε, ποιον να δούμε κλπ.

Μας άφησαν μετά από «έλεγχο χειραποσκευών» να περάσουμε.

Στη κλειστή πύλη ζητήσαμε να μπούμε. Ο μοναχός δεν ήθελε να μας αφήσει.

Ότι και αν του είπαμε ήταν αρνητικός.

Δεν δεχόντουσαν κανένα πολίτη, ή εκπρόσωπο της πολιτείας και για αυτό και είχανε μαύρες σημαίες.

Το πράγμα στράβωνε για τα καλά και θα έπρεπε στην ανάγκη να βρούμε τρόπο να επιστρέψουμε.

Φοβήθηκαν ίσως  ότι ήταν κόλπο της χωροφυλακής;

Ωστόσο ο ηγούμενος που ήρθε μας άφησε να περάσουμε όταν του αναφέραμε το όνομα ενός γνωστού μας μοναχού.

Μπήκαμε στη μονή και μας δέχτηκαν επιφυλακτικά. Η πόρτα έκλεισε αμέσως πίσω μας.

Μας ρώτησαν θυμάμαι:

-« τι ήρθατε να κάνετε τέτοια εποχή σε αυτό το τόπο όπου μόνο ο διάβολος και οι πειρασμοί έρχονται; Εσείς δεν μοιάζετε με κάτι από τα δυο».

Τελικά βρέθηκε κι ο “γνωστός” μας νεαρός μοναχός, για τον οποίο είχαμε  και ένα κουτί με γλυκό, σταλμένο από Αθήνα.

Δεν θέλησε φυσικά να το κρατήσει, και εμείς που το είχαμε φτάσει στη μέση, χαρήκαμε, και του το είπαμε.

Το βράδυ, τα κύματα έξω, έφταναν επάνω στους πύργους, είχε πολύ κρύο, ο βοριάς λυσσομανούσε.

Αλλά εδώ η μονή ήταν πέτρινη και είχαμε ξύλα και σόμπα. Ύπνος 13η νύχτα.

14η ημέρα

Μονή Εσφιγμένου  – μονή Χιλανδαρίου –  ταρσανάς Χιλανδαρίου και επιστροφή.

Την επόμενη το πρωί αποχαιρετίσαμε τους νεαρούς αντάρτες μοναχούς και φύγαμε.

Εμείς στενοχωρηθήκαμε σίγουρα, ήταν νέοι, ίσως και στην ηλικίας μας. Είχαμε κάποια κοινά πράγματα να πούμε.

Πήραμε τον εύκολο αλλά μακρύ δρόμο για τζιπ μόνο προς τη μονή Δοχειαρίου.

Συναντήσαμε ένα μοναστήρι, όχι ιδιαίτερα όμορφο εξωτερικά.

Η αυλή ήταν όμως πολύ γραφική. Ήταν το Χιλαντάρι.

Μετά από ώρες πορείας καταλήξαμε στη θάλασσα σε ένα ταρσανά.

Εδώ φάγαμε λίγο ψωμί που μας είχανε δώσει στην Εσφιγμένου από το υστέρημά τους και μια ακόμη σοκολάτα.

Κάποια στιγμή φάνηκε το καΐκι με το οποίο επιστρέψαμε  βράδυ σχεδόν λίγο πριν κλείσει η πόρτα του Δοχειαρίου.

Ύπνος Δοχειαρίου 14η νύχτα. Τα καταφέραμε!

15η μέρα

Το πρωί τα μαζέψαμε όλα, ετοιμαστήκαμε για την επιστροφή.

Χάρηκαν που μας είδαν να επιστρέφουμε στο αρχονταρίκι τους. Φοβήθηκαν πως θα είχαμε χαθεί.

Χαθήκαμε, αλήθεια ήταν, αλλά φτάσαμε τελικά.

Τους αφήσαμε όσες προμήθειες είχαν απομείνει, το λίγο γλυκό, τις κονσέρβες, τις σοκολάτες.

Γελάσαμε με την ιστορία για το γλυκό.

Δύσκολος τελικά ο αποχαιρετισμός  αν και μείναμε τόσο λίγο μαζί τους.

Ήταν η ποιο φιλική μονή.

Θέμα καθαρά ηγούμενου και αρχοντάρη η φιλοξενία,  ήταν όμως κι ο παλιός  και γνώριμος μοναχός που βοήθησε.

Τον συνάντησα αργότερα και πάλι στην Αθήνα.


Ακόμη ένα επεισόδιο, για γέλια...

Επιστροφή στην Ουρανούπολη.

Περιμένοντας στο ταρσανά ο  φίλος μου βρήκε μια κεφαλή γαϊδάρου, τέλεια καθαρισμένη από τη θάλασσα.

Ζήτησε μια εφημερίδα από ένα μοναχό και τη τύλιξε, την επήρε μαζί.

Την έβαλε μέσα στο σακίδιο που τώρα είχε ελεύθερο χώρο.

Στο καΐκι, υπήρχε πάντα στην επιστροφή και ένας τελωνιακός που έκανε έλεγχο.

Τυπικό μερικές φορές, αλλά έλεγχο.

Όταν είδε το «πακέτο» με την εφημερίδα που εξείχε από το σάκο, σκέφτηκε επαγγελματικά…

Ζήτησε επιτακτικά να δει τι έχει μέσα ο σάκος και ειδικά η εφημερίδα.

Ο φίλος μου με κοίταξε απελπισμένος.

Τώρα; Τι κάνουμε;

Κάτι πήγε να ψελλίσει κι ο τελωνιακός θύμωσε.

Του είπα πως σίγουρα δεν  θέλει να δει τι υπάρχει, και γέλασα.

Αυτός μαλάκωσε. Αλλά επέμενε, και άνοιξε νευρικά μόνος του το «πακέτο».

Το άνοιξε, και καλά να πάθει!

Και περάσαμε όμορφα όλη τη άλλη διαδρομή με γέλια και ιστορίες για τον Άθω…

Πήραμε το μεσημεριανό λεωφορείο από την Ουρανούπολη για τη Θεσσαλονίκη, και τέλος καλά, όλα καλά.

Επιστροφή δίχως πολλά λόγια, αλλά με πολλές σκέψεις.

Το βράδυ, κοιμηθήκαμε  σε φίλους φοιτητές, που τα βράδια τους κυνηγούσαν, όπως πάντα οι “αριανοί”.

Κοιταχτήκαμε στο καθρέφτη πάλι μετά από ημέρες.

Τα γένια μας είχαν μεγαλώσει πολύ.

Είχαμε μαυρίσει από τον αέρα και τον ήλιο.

Σαν αντάρτες ήμασταν. Ποιος πειρασμός και ποιος διάβολος;

Εγώ, από την ημέρα που απολύθηκα δεν έβαλα ξανά επάνω μου ξανά ξυράφι. Και δεν έχει να κάνει με το Άγιον Όρος.

Στην Αθήνα εμφανίσαμε τα φιλμ, κάναμε κόπιες, τύπωσα ελάχιστες φωτογραφίες (150 περίπου).

Και τώρα, σαράντα χρόνια μετά

Τώρα το 2013, ξεσκονίζοντας μνήμες φωτογραφίες και φιλμ, πήρα πάλι το δρόμο νοερά για τον Άθω…

Έγραψα αυτά που θεωρώ σήμερα σημαντικά για να μη ξεχάσω όσα δεν κατέγραψα με το φακό.

Οι φωτογραφίες λειτούργησαν ποιο καλά από σημειωματάριο!

Πολύ λίγες ίδιες φωτογραφίες είχαμε πάρει τελικά από την ίδια γωνία με το φίλο μου.

Παρά το ότι είχαμε πάρει τόσες πολλές φωτογραφίες και εφόσον περπατούσαμε μαζί, ο καθένας είδε αυτό που ήθελε.

Το Άγιον Όρος, οι μονές, η χερσόνησος του  Άθω, παραμένουν ένα μυστήριο που θα ανακαλύψει ο καθένας κρατώντας τις δικές του αναμνήσεις με το φακό του, ανάλογα με το χρόνο που θα αφιερώσει, ή που θα του δοθεί με το διαμονητήριο.

Μα πάνω από όλα παραμένουν τα προβλήματα του χώρου και του χρόνου, της πίστης και της αξίας που δίνουμε στη ζωή μας και σε αυτό που κάνουμε.

Εύχομαι από τότε, σε  αυτούς που ψάχνουν το θεό στο Άγιον Όρος να τον βρουν, εκεί που τον ψάχνουν.

Γιατί διαφορετικά, θα έχουν περάσει τη ζωή τους δίνοντας μια μάχη σε λάθος έδαφος.

Αυτά τότε, σαράντα εννέα χρόνια πριν. Ήμουν 25 χρονών.

Τώρα το 2013, έχουν σχεδόν τα πάντα:

τζιπ, ηλεκτρικό, internet, δρόμους, GPS, τουριστική υποδομή, συντηρημένα κτίσματα, θέρμανση ίσως, κινητό τηλέφωνο.

Έχει αλλάξει η εικόνα που καταγράψαμε. Δεν γινόταν διαφορετικά, θα έπεφταν όλα.

Θα ήθελα να πάω πάλι να δω το σύγχρονο Άγιον Όρος . Τώρα το βλέπω στην ΕΡΤ2.

Όσο για τα μονοπάτια, σίγουρα θα έχουν χαθεί τα περισσότερα μέσα στη βλάστηση.

Όμως προτιμώ τα μονοπάτια και το βάδην και  ένα μήνα ζωής στον Άθω με ψωμί, τυρί, ελιές, και λίγο κρασί, από το να δω σε 4 ημέρες με τζιπ ότι προλάβω και να κοιμάμαι στα ζεστά και μαλακά, με μπάνιο κάθε βράδυ τρώγοντας συνταγές του σεφ.

Συνταξιδιώτης ήταν ο αγαπητός μου φίλος Στέφανος Πάσχος.

"έφυγε" ο Στέφανος στις 2 Γενάρη του 2017.



Γιάννης Γλυνός

Δεν υπάρχουν σχόλια: